παραπούλι

παραπούλι
το
-ιού
1. παραφυάδα, βλαστάρι που πετιέται από το κοντά στη γη τμήμα του κορμού του φυτού: Πολλά φυτά πολλαπλασιάζονται με παραπούλια.
2. είδος λαχανικού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραπούλι — το, και παραπούλα, η 1. κοινή ονομασία είδους κηπευτικού φυτού 2. παροιμ. «καιρός σπέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια» λέγεται για καταστάσεις που αλληλοδιαδέχονται η μία την άλλη …   Dictionary of Greek

  • παραφυάδα — η / παραφυάς, άδος, ΝΜΑ νέος βλαστός που αναπτύσσεται από το υπόγειο τμήμα τού κορμού ή από τη ρίζα τού φυτού, κατά μήκος τής επιφάνειας τού εδάφους και δίνει γένεση σε νέα φυτάρια, κν. παραπούλι, παραβλάσταρο, κωλορίζι 2. μτφ. διακλάδωση,… …   Dictionary of Greek

  • παραφυάδα — η 1. βλαστάρι από τη ρίζα ή από το υπόγειο τμήμα του κορμού του φυτού, παραπούλι: Πολλά λουλούδια πολλαπλασιάζονται με παραφυάδες. 2. μτφ., διακλάδωση, υποδιαίρεση, παρακλάδι: Πολλά σωματεία και οργανώσεις είναι παραφυάδες πολιτικών κομμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”